- νυχτοκόρακας
- (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και ακούγεται τις νυχτερινές ώρες του καλοκαιριού. Το συνολικό μήκος του φτάνει περίπου τα 55 εκ. και το μέσο άνοιγμα των πτερύγων τα 105 εκ. Στην αυχενική του ζώνη φέρει δυο ή τρία μακριά άσπρα φτερά, γυρισμένα προς τη ράχη· αντίθεση με τα χρώματα του φτερώματος –μαύρο στο κεφάλι και στη ράχη, σταχτόχρωμο στις φτερούγες, λευκό στα κατώτερα μέρη– παρουσιάζουν τα κιτρινοκόκκινα πόδια. Τα θηλυκά διακρίνονται από τα αρσενικά για το λιγότερο ζωηρό χρώμα του πτερώματος και για τις αισθητά μικρότερες διαστάσεις τους. Ο ν. ζει σε ζώνες πλούσιες σε νερά, μέσα στη βλάστηση των οποίων κρύβεται και μένει αδρανής όλη την ημέρα. Μόλις νυχτώσει βγαίνει να τραφεί με ψάρια, αμφίβια, νερόφιδα, μαλακόστρακα και έντομα.
Ένα άλλο είδος ν. είναι ο βούταυρος ο αστερίας (botaurus stellaris) που ανήκει κι αυτός στην οικογένεια των Ερωδιιδών, στην τάξη των ερωδιόμορφων. Έχει συνολικό μήκος περίπου 80 εκ. και είναι διαδεδομένο κυρίως στις εύκρατες περιοχές της Ευρασίας, από τις οποίες μεταναστεύει στα Ν τις αρχές του φθινοπώρου· ζει κι αυτός ανάμεσα στη βλάστηση των ελωδών ζωνών, όπου τις βραδυνές και νυχτερινές ώρες αναζητά μικρά αμφίβια, έντομα και μαλακόστρακα.
Είναι πουλί καχύποπτο και έξυπνο και σε περίπτωση κινδύνου την ημέρα κρύβεται στο έδαφος μένοντας για μεγάλο διάστημα ακίνητο με τον λαιμό και το ράμφος όρθια, ώστε να συγχέεται με τα γύρω καλάμια. Κατά την περίοδο των ερώτων τους, οι αρσενικοί βγάζουν έναν παράξενο μυκηθμό που δικαιολογεί την επιστημονική ονομασία τους βούταυρος. Η φωλιά τους, που αποτελείται από κλαδιά και φύλλα, είναι συνήθως πλωτή και καλά κρυμμένη μέσα στην υπόλοιπη βλάστηση.
Νυχτοκόρακας ο Nycticorax nycticorax, ένας νεαρός κι ένας ενήλικος.
Νυχτοκόρακας ο Botaurus stellaris. Οι νυχτοκόρακες, πελαργόμορφα καλοβατικά πουλιά, ζουν σε ζώνες πλούσιες σε νερά και σε βλάστηση.
* * *και νυκτοκόραξ και νυκτικόραξ, ο (ΑΜ νυκτικόραξ και νυκτοκόραξ, -ακος, Μ και νυκτοκόρακας)είδος ερωδιού, πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη τών πελαγομόρφων («τῶν νυκτερινῶν ἔνιοι γαμψώνυχές εἰσιν, οἷον νυκτικόραξ, γλαῡξ, βύας», Αριστοτ.)μσν.το πτηνό γλαύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. νυκτικόραξ < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κόραξ. Το νεοελλ. νυχτοκόρακας / νυκτοκόραξ < αρχ. νυκτικόραξ με συνδετικό φωνήεν -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.